- φώσατον
- και φωσᾱτον και φώσσατον, τὸ, Μβλ. φουσάτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουσάτο — το / φουσσάτον, ΝΜ, και φόσσατον και φο(σ)άτον και φώσατον και φωσᾶτον και φώσσατον Μ στράτευμα («είχε φουσσάτα δυνατά», Ερωτόκρ.) μσν. 1. χαράκωμα 2. περιχαρακωμένο στρατόπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fossātum «στρατόπεδο»] … Dictionary of Greek